- αρκεύθινος
- ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) [άρκευθος]καμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρκεύθινος — of juniper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκευθίνων — ἀρκεύθινος of juniper fem gen pl ἀρκεύθινος of juniper masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεύθινον — ἀρκεύθινος of juniper masc acc sg ἀρκεύθινος of juniper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκευθίναις — ἀρκεύθινος of juniper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκευθίνοις — ἀρκεύθινος of juniper masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκευθίνοισιν — ἀρκεύθινος of juniper masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκευθίνῳ — ἀρκεύθινος of juniper masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεύθινα — ἀρκεύθινος of juniper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
аркеифовый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. греч. ἀρκεύθινος можжевеловый. … … Словарь церковнославянского языка
άρκευθος — η (Α ἄρκευθος) είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς* «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει … Dictionary of Greek